- πετεχικός
- -ή, -ό, Νφρ. «πετεχικός πυρετός»(κτην.) οξεία ή υποξεία τοξαιμική κατάσταση στα άλογα, που, εκτός τών άλλων συμπτωμάτων, εμφανίζει μικρά κόκκινα αιμορραγικά στίγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. petechial (fever)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.